- βουτηχτής
- οπληθ. -άδες και -ές, θηλ. βουτήχτρα1. ο δύτης χωρίς σκάφανδρο: Οι βουτηχτάδες από την Κάλυμνο ήταν περίφημοι.2. κλέφτης: Ήταν σεσημασμένος βουτηχτής πορτοφολιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.